μουσούδα

μουσούδα
μουσούδα, η και μουσούδι, το
(λ. ιταλ.)
1. το ρύγχος του ζώου.
2. το πρόσωπο, η όψη του ανθρώπου, η μούρη: Έχει τρομαχτική μουσούδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μουσούδα — η (Μ μουσούδα) μεγάλο μουσούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσούδι(ν) + μεγεθ. κατάλ. α] …   Dictionary of Greek

  • αλεπομουσούδα — η 1. (για ζώα) ρύγχος, μουσούδα σαν τής αλεπούς 2. (για πρόσωπα) μορφή, φυσιογνωμία σαν τής αλεπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + μουσούδα] …   Dictionary of Greek

  • μουσούνα — μουσούνα, ἡ (Μ) μουσούδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. musone ή, κατ άλλους, από λατ. musa / muza] …   Dictionary of Greek

  • μουστουνέα — μουστουνέα, ἡ (Μ) χτύπημα στο πρόσωπο με το χέρι, ανάποδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μούστουνον (< *μούστσουνον από συμφυρμό τών λ. μούτσουνον και μουσούνα / μουσούδα) + κατάλ. έα] …   Dictionary of Greek

  • μουσούδι — το ιού, η μουσούδα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”