- μουσούδα
- μουσούδα, η και μουσούδι, το(λ. ιταλ.)1. το ρύγχος του ζώου.2. το πρόσωπο, η όψη του ανθρώπου, η μούρη: Έχει τρομαχτική μουσούδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.